- οδοστάτης
- ὁδοστάτης, ὁ (Μ)1. αυτός που φυλάει τους δρόμους, ο οδοφύλακας2. αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους, ληστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -στάτης (< θ. στα- τού ἵστημι, πρβλ. στα-τός), πρβλ. μεσο-στάτης, χορο-στάτης].
Dictionary of Greek. 2013.