οδοστάτης

οδοστάτης
ὁδοστάτης, ὁ (Μ)
1. αυτός που φυλάει τους δρόμους, ο οδοφύλακας
2. αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους, ληστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -στάτης (< θ. στα- τού ἵστημι, πρβλ. στα-τός), πρβλ. μεσο-στάτης, χορο-στάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οδοστασία — ὁδοστασία, ἡ (Μ) [οδοστάτης] η ενέργεια τού οδοστάτου, ληστεία …   Dictionary of Greek

  • οδοστατώ — ὁδοστατῶ, έω (Μ) [οδοστάτης] 1. στέκομαι κοντά στον δρόμο και περιμένω, παραμονεύω, ενεδρεύω 2. παρακωλύω, παρεμποδίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”